- απολευκαίνω
- (Α ἀπολευκαίνω)καθιστώ κάτι εντελώς λευκόνεοελλ.1. πλένω καλά τα ρούχα2. τελειώνω τη λεύκανση των ρούχων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απολεύκανση — η τέλεια λεύκανση, ξάσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολευκαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek